Αντίθετα με τη γενική παραδοχή και αγανάκτηση των ανθρώπων των πόλεων, η οδήγηση με ξεκουράζει. Ενίοτε, δε, έχει το ίδιο εφέ αναζωογόνησης με το τζόκινγκ. Οι εικόνες που περνούν σαν view master μέσα από τα τετράγωνα των παραθύρων, ο χρόνος που διαστέλλεται όταν η εγρήγορση έχει τον πρώτο λόγο, ο χώρος που μεταβάλλεται ακαθόριστα σαν lava lamp.
Όχι, φυσικά, η οδήγηση μέσα στην μποτιλιαρισμένη πόλη, με πρώτη-δευτέρα εναλλάξ, με ξεκουράζει η άλλη οδήγηση, η φευγάτη, η φτερωτή, η κινηματογραφική. Αυτή που συνδυάζεται με θάλασσα στη μια μεριά, φεγγάρι ψηλά και «Ne Me Quitte Pas» από Jacques Brel στο ηχητικό φόντο -μουσική επιλογή που ταίριαζε και στις δυο μας, τόσο στη μαμά όσο και στην κόρη.
«Μισό λεπτό» έλεγε μιλώντας στη ζώνη ασφαλείας σαν να ήταν το τρίτο μέλος της παρέας μας, κάθε φορά που μπαίναμε στο αυτοκίνητο και ο γνωστός, προειδοποιητικός ήχος της κατεπείγουσας υπενθύμισης τρυπούσε την ησυχία. «Μισό λεπτό, φωνακλού» συνέχιζε λες και η ζώνη ασφαλείας ήταν καμιά απαιτητική γειτόνισσα που ζητούσε χάρη.
«Που πάμε;» της έλεγα χωρίς να περιμένω απάντηση. Η θάλασσα ήταν ο πρώτος στόχος. Πέντε λεπτά από το σπίτι μας το Κάτω Καλαμάκι, το μόνο δίλημμα ήταν «Βάρκιζα ή Πειραιάς;». Αγαπημένες διαδρομές και οι δύο -καμιά φορά μπλοφάραμε και ανηφορίζαμε προς Λυκαβηττό, ειδικά κάποια χειμωνιάτικα βράδια Κυριακής, που η πόλη ξεκουραζόταν και ήμασταν το μοναδικό αυτοκίνητο που περίμενε στο κόκκινο φανάρι της Ρηγίλλης.
«Επειδή, στο τέλος, δεν θα θυμάσαι τις ώρες που πέρασες δουλεύοντας στο γραφείο ή κούρευες το γρασίδι. Σκαρφάλωσε λοιπόν σε εκείνο το βουνό» έγραφε ο Τζακ Κέρουακ, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Στο Δρόμο», του λογοτεχνικού ομφαλού της μπιτ κουλτούρας, της αμφισβήτησης και κοινωνικής απελευθέρωσης -μια φράση που αναβοσβήνει συχνά μέσα στο μυαλό μου σαν γράμματα νέον έξω από κάποιο μοτέλ στη Route 66, ακόμα κι αν βρίσκομαι στη Συγγρού, έξω από ταμπέλες με μεγάλα φωτεινά Χ από τα στριπτιζάδικα.
Ίσως το πιο ενθαρρυντικό συστατικό αυτών των «οδηγητάδων» με τη μητέρα μου ήταν η άσκοπη περιπλάνηση. Άσκοπη αλλά όχι μάταιη, όχι ανώφελη, σε καμία περίπτωση ατελέσφορη. Άσκοπη με την έννοια των απεριόριστων επιλογών ικανοποίησης. Ο καθένας παίρνει ό,τι μπορεί από μια διαδρομή κι εμείς απολαμβάναμε στο έπακρο τη συνύπαρξη, την κουβέντα που ήταν έξω από τα καθημερινά, τετριμμένα, λες και δε θέλαμε να καταδυθούμε στις υποχρεώσεις και στα ενήλικα τερτίπια, λες και διώχναμε τα χρόνια που μας βάραιναν από πάνω μας, γινόμασταν ένα με τη στιγμή, ένα με το «για πάντα».
Τις αναζητούσαμε και οι δύο αυτές τις «οδηγητάδες» -ήταν μια ευκαιρία να θυμηθούμε τον άθραυστο δεσμό μας αλλά και μια αφορμή να τον επαναπροσδιορίσουμε. Δυο γυναίκες ταξίδευαν στον χώρο και τον χρόνο, δυο κορίτσια με διαφορετικές ηλικίες, δυο νεώριμες, μία μαμά και μία κόρη.
«Η νύχτα είναι πιο μεγάλη από τη μέρα γι’ αυτούς που ονειρεύονται και η μέρα είναι πιο μεγάλη από τη νύχτα γι’ αυτούς που πραγματοποιούν τα όνειρά τους» συνέχιζε ο Τζακ Κέρουακ στο μυθιστόρημα «Στο Δρόμο». Αυτές οι «οδηγητάδες» ήταν αχρονικές. Όπως τα όνειρα.
Τις αναζητούσαμε και οι δύο αυτές τις «οδηγητάδες» και, ευτυχώς, τις ζήσαμε.